ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Θα ξανάρθει
ηλιοβασίλεμα μετανιωμένο
ξύπνημα πρωινό.
Και με μνήμη και με λήθη
θα ξανάρθει
ήχος απόβροχου καλοκαιρινού.
Θα ξανάρθει
το λίγο νοσταλγώντας του φωτός.
ηλιοβασίλεμα μετανιωμένο
ξύπνημα πρωινό.
Και με μνήμη και με λήθη
θα ξανάρθει
ήχος απόβροχου καλοκαιρινού.
Θα ξανάρθει
το λίγο νοσταλγώντας του φωτός.
«Με το φως»
ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Ό,τι φαντάζεσαι πως λείπει
η ηδύτητά σου το αναπληρώνει.
Ανατρέποντας τους κανόνες του ωραίου.
Από της αμηχανίας σου τη στενωπό
ξεχύνονται αθώοι χυμοί
Και στο φως σιωπηλά σε αποδίδουν.
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΌ ΣΠΊΤΙ ΠΟΥ ΧΑΡΙΣΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ |
ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΑΔΙΑ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΕΙΩΝ |
Ο Χριστόφορος
Λιοντάκης δεν ήταν από το Ηράκλειο όπως αναφέρουν όλα σχεδόν το ΜΜΕ με αφορμή
το θάνατό του. Ήταν από το Ίνι και ήταν πολύ περήφανος για την καταγωγή του. Η επίδραση του τόπου καταγωγής του στον
χαρακτήρα και τον ψυχισμό του φαίνεται γλαφυρά στο παρακάτω κείμενό του:
Χριστουγεννιάτικη Ιστορία:
"Τo μαγικό ελάχιστο" του Χρ. Λιοντάκη
Στη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα ενός μικρού χωριού στην Κρήτη, 60
χρόνια πριν, μας μεταφέρει ο Χριστόφορος Λιοντάκης* με τη μικρή ιστορία
του "Τo μαγικό ελάχιστο". Τη δημοσίευσε "Το Βήμα" μαζί
με άλλες τρεις "χριστουγεννιάτικες ιστορίες" .
"1953 στο Ινι, 40 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου, ανθηρό χωριό
τότε. Κάλαντα δεν είπα ποτέ μου.Ντρεπόμουν. Ηθελα όμως να μας
τα λένε, λαχταρούσα να χτυπήσει η πόρτα. Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν
κουραστική μέρα. Αρκετοί πήγαιναν να μαζέψουν ελιές, οι περισσότεροι έσφαζαν
τους χοίρους. Με το κρέας τους ετοίμαζαν ένα σωρό λιχουδιές για τις γιορτές.
Μαζί με τ' άλλα παιδιά, με περιέργεια αλλά και κάποιον φόβο, παρακολουθούσαμε
από μακριά τη διαδικασία της σφαγής. Περιμέναμε ένα από τα σπάνια παιχνίδια
μας, την ουροδόχο κύστη. Την καθαρίζαμε, τη φουσκώναμε και παίζαμε μ' αυτήν
μπάλα.
Εκείνη τη χρονιά, πριν κοιμηθώ, πήγα στον στάβλο. Το τρίχωμα των ζώων, νοτισμένο από τη ζέστη του άχυρου και τις ανάσες τους, άχνιζε και μύριζε μόχθο και υπομονή. Χάιδεψα το πουλάρι. Ήθελα ίσως να νιώσω κάτι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία ξυπνούσαμε χαράματα. Δεν υπήρχαν ρεβεγιόν, στολισμένα δέντρα, αλλά ούτε και η αίσθηση στέρησής τους, αφού έτσι κι αλλιώς τα αγνοούσαμε. Αλλά πυροδοτούσαν τη φαντασία μας.
Η γιαγιά ξεκίνησε πρώτη. Ξύπνησα κι εγώ. Άρχισα να ετοιμάζομαι στο μισοσκόταδο. Το σπίτι φωτιζόταν από το λυχνάρι, το τζάκι και μια λάμπα πετρελαίου. Η μόνη πολυτέλεια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε έντρομη η γιαγιά. Την άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Γιαννιό, παιδί μου, έλα να με πας στην εκκλησία. Μου χίμηξαν στον δρόμο δυο σκυλιά και δεν μπορώ να περάσω». Ο πατέρας την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η μητέρα έμεινε σπίτι. Ξεκίνησα γεμάτος αγωνία να μη λερώσω τα παπούτσια στις λάσπες. Λάσπες παντού - το μαρτύριο του χειμώνα. Μπήκα στην εκκλησία. Μέθυσα από τη μυρωδιά του λιβανιού και τις ζεστές ανάσες. Η γιαγιά, στριμωγμένη σε μια γωνιά, έκανε τον σταυρό της. Ο τρόμος, διάχυτος ακόμη στο πρόσωπό της.
Η εικόνα με τα σκυλιά δεν έλεγε να με αφήσει, μια φρίκη διαπερνούσε το σώμα μου. Ψαλμωδίες, λόγια ακατάληπτα μπερδεύονταν μέσα μου με γαβγίσματα σκυλιών. Η απόλυση. Στην επιστροφή κρατούσα τη γιαγιά από το χέρι. Ο ήλιος τιτλοφορούσε τα πάντα. Οι νερόλακκοι έλαμπαν. Οι άνθρωποι, ταπεινά περιποιημένοι, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε νωρίς. Το μενού αποκλειστικά από χοιρινό. Η γαλοπούλα άγνωστη. Γλυκά δεν υπήρχαν. Ήταν προνόμιο της Πρωτοχρονιάς.
Ύστερα, περίπατοι στους λασπωμένους δρόμους. Ζώα μηρύκαζαν στη λιακάδα. Βασιλιάς των παιχνιδιών, τα μπαλόνια. Τα λέγαμε φούσκες. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη διακοσμητική χρήση τους. Τα φουσκώναμε, τα ξεφουσκώναμε, ερεθίζονταν τα χείλη και το στόμα μας, τα κρατούσαμε αγκαλιά. Όταν έσπαγαν, το πρόσωπό μας συννέφιασε.
Το μαγικό ελάχιστο τέλειωνε στο ηλιοβασίλεμα".
Εκείνη τη χρονιά, πριν κοιμηθώ, πήγα στον στάβλο. Το τρίχωμα των ζώων, νοτισμένο από τη ζέστη του άχυρου και τις ανάσες τους, άχνιζε και μύριζε μόχθο και υπομονή. Χάιδεψα το πουλάρι. Ήθελα ίσως να νιώσω κάτι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία ξυπνούσαμε χαράματα. Δεν υπήρχαν ρεβεγιόν, στολισμένα δέντρα, αλλά ούτε και η αίσθηση στέρησής τους, αφού έτσι κι αλλιώς τα αγνοούσαμε. Αλλά πυροδοτούσαν τη φαντασία μας.
Η γιαγιά ξεκίνησε πρώτη. Ξύπνησα κι εγώ. Άρχισα να ετοιμάζομαι στο μισοσκόταδο. Το σπίτι φωτιζόταν από το λυχνάρι, το τζάκι και μια λάμπα πετρελαίου. Η μόνη πολυτέλεια, τα καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε έντρομη η γιαγιά. Την άκουσα να λέει στον πατέρα μου: «Γιαννιό, παιδί μου, έλα να με πας στην εκκλησία. Μου χίμηξαν στον δρόμο δυο σκυλιά και δεν μπορώ να περάσω». Ο πατέρας την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η μητέρα έμεινε σπίτι. Ξεκίνησα γεμάτος αγωνία να μη λερώσω τα παπούτσια στις λάσπες. Λάσπες παντού - το μαρτύριο του χειμώνα. Μπήκα στην εκκλησία. Μέθυσα από τη μυρωδιά του λιβανιού και τις ζεστές ανάσες. Η γιαγιά, στριμωγμένη σε μια γωνιά, έκανε τον σταυρό της. Ο τρόμος, διάχυτος ακόμη στο πρόσωπό της.
Η εικόνα με τα σκυλιά δεν έλεγε να με αφήσει, μια φρίκη διαπερνούσε το σώμα μου. Ψαλμωδίες, λόγια ακατάληπτα μπερδεύονταν μέσα μου με γαβγίσματα σκυλιών. Η απόλυση. Στην επιστροφή κρατούσα τη γιαγιά από το χέρι. Ο ήλιος τιτλοφορούσε τα πάντα. Οι νερόλακκοι έλαμπαν. Οι άνθρωποι, ταπεινά περιποιημένοι, επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε νωρίς. Το μενού αποκλειστικά από χοιρινό. Η γαλοπούλα άγνωστη. Γλυκά δεν υπήρχαν. Ήταν προνόμιο της Πρωτοχρονιάς.
Ύστερα, περίπατοι στους λασπωμένους δρόμους. Ζώα μηρύκαζαν στη λιακάδα. Βασιλιάς των παιχνιδιών, τα μπαλόνια. Τα λέγαμε φούσκες. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη διακοσμητική χρήση τους. Τα φουσκώναμε, τα ξεφουσκώναμε, ερεθίζονταν τα χείλη και το στόμα μας, τα κρατούσαμε αγκαλιά. Όταν έσπαγαν, το πρόσωπό μας συννέφιασε.
Το μαγικό ελάχιστο τέλειωνε στο ηλιοβασίλεμα".